- κόπριον
- κόπριον, τὸ (ΑM, Μ και κόπριο και κόπριν)περίττωμα, κόπρος, κοπριάμσν.φρ. α) «χύνω στὰ κόπρια» — ξοδεύω ασυλλόγισταβ) «πηγαίνω στὰ κόπρια» — ξοδεύομαι άδικααρχ.1. γεν. ακαθαρσίες, βρομιές2. στον πληθ. τὰ κόπρια(στη μαγική) ακαθαρσίες που έπαιρναν από σημείο όπου βρισκόταν πτώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + κατάλ. -ιον (πρβλ. λόγ-ιον, πόδ-ιον)].
Dictionary of Greek. 2013.